- σφέα
- σφεα , σφεῖςRendic.Pont. Accad.Rom. di Arch.neut pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφεά — σφεα , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. neut pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφεα — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. neut pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφε' — σφεᾰ , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. neut pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… … Dictionary of Greek
σφεός — ή, όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α (κτητ. αντων.) 1. δικός τους 2. δικός σου 3. δικός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς] … Dictionary of Greek